…για
να γιορτάσει η Θεσσαλονίκη και τα επόμενα 100 της χρόνια πάλι με την Κρατική
της Ορχήστρα…
της Κατερίνας Καϊμάκη
Αισίως (;)
μπήκαμε και στον Δεκέμβριο του 2012. Αυτό σημαίνει ότι σε πολύ λίγο καιρό και
αυτός ο χρόνος θα είναι μια ακόμα σελίδα στην ιστορία αυτού του πλανήτη με,
ομολογουμένως, πολλά και σημαντικά γεγονότα να το στιγματίζουν για μια
αιωνιότητα με διφορούμενες απόψεις, που μόνο οι μεταγενέστερες γενιές θα
μπορέσουν να κρίνουν με αντικειμενικότητα (;!).
Για την πόλη της
Θεσσαλονίκης το 2012 υπήρξε επίσης σημαντικό από πολλές απόψεις. Η
σημαντικότερη ίσως όλων, η συμπλήρωση των 100 χρόνων από την απελευθέρωσή της
το 1912 και η ενσωμάτωσή της στην μητέρα Ελλάδα, τερματίζοντας μια υπερβολικά
μεγάλη περίοδο κατοχής από δυνάμεις του μακρινού παρελθόντος. Και παρόλο που οι εορτασμοί δεν
κάλυψαν ολόκληρο το 2012, για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους πάντα, οι
εκδηλώσεις που έγιναν τελικά ήταν μάλλον αρκετές και αντάξιες της περίστασης.
Τι μένει λοιπόν
από το να κλείσουν και αυτοί οι εορτασμοί με μία τελευταία σημαντική εκδήλωση,
που μπορεί να μην εξυμνεί αμιγώς την Θεσσαλονίκη ως πόλη, αλλά με τον τρόπο της
να την συνδέει με μεγάλες στιγμές της παγκόσμιας ιστορίας, αφήνοντας παράλληλα
και μια παρακαταθήκη για το μέλλον; Αναφέρομαι στην συναυλία που πρόκειται να
πραγματοποιηθεί την Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου στην Αίθουσα Τελετών του
ταλαιπωρημένου Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, από την επίσης
ταλαιπωρημένη Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης. Για την ταλαιπωρία του Α.Π.Θ. δεν
θα μιλήσω καθόλου, καθότι δεν είμαι αρμόδια. Βέβαια, ούτε και για την Κ.Ο.Θ.
είμαι αρμόδια να μιλήσω, αλλά θα το σχολιάσω λίγο το θέμα.
Πρώτα πρώτα όμως
πρέπει να αναλύσω την σημασία της συγκεκριμένης συναυλίας και πώς αυτή συνδέει
την πόλη μας με την παγκόσμια ιστορία. Η συναυλία αποτελείται από δύο μόνο
κομμάτια: το Πρελούδιο και Φούγκα του
Johann Sebastian Bach σε ενορχήστρωση
Δημήτρη Μητρόπουλου και την 9η
Συμφωνία του Ludwig van Beethoven.
Το πρώτο κομμάτι, που θα λειτουργήσει και σαν εισαγωγή της συναυλίας ακούγεται
σπάνια, λόγω της εξαιρετικά μεγάλης ορχήστρας που απαιτεί. Δεν παύει όμως να
είναι ένα εντυπωσιακό μουσικό πόνημα, το οποίο αποκτάει ακόμα μεγαλύτερη αξία,
αφού είναι ενός σπουδαίου Έλληνα που τολμάει να καταπιαστεί με το έργο ενός εκ των
πέντε σπουδαιότερων Γερμανών συνθετών στην ιστορία της μουσικής. Βέβαια, εδώ
κάποιος θα μπορούσε να καγχάσει ειρωνικά, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι αρχικά το
πρόγραμμα που είχε δημοσιοποιήσει η Κ.Ο.Θ. ανέφερε ως πρώτο κομμάτι το έργο του
Αιμίλιου Ριάδη Επίκληση στην Ειρήνη.
Από μια άποψη ο Ριάδης θα ήταν μια πιο κατάλληλη επιλογή για την συγκεκριμένη
επέτειο, αφού και ο ίδιος ήταν ένας από τους σημαντικότερους Θεσσαλονικιούς
συνθέτες. Η καλλιτεχνική διεύθυνση όμως αποφάσισε να αλλάξει το έργο – όπως
άλλωστε είναι και δικαίωμά της – για άγνωστους σε εμάς λόγους και επέλεξε
τελικά τον Bach/Μητρόπουλο. Εκφράζουμε την ελπίδα ότι ο Ριάδης θα
ακουστεί σε μελλοντική συναυλία και γιατί όχι να μην γίνει και κάποιο πιο
εκτενές αφιέρωμα στον τόσο αξιόλογο αυτό συντοπίτη μας.
Επιστρέφω όμως
στο θέμα του Μητρόπουλου, το οποίο η συγκυρία το μετατρέπει σε ένα ακόμα
σύμβολο, σίγουρα παρά την θέληση των δημιουργών του. Η τωρινή πολιτική
κατάσταση δεν μου επιτρέπει να αγνοήσω την βαθύτατη ειρωνεία που διαπερνάει την
συγκεκριμένη επιλογή. Όμως γιατί πρέπει να το δει κάποιος αρνητικά, επειδή αυτή
την στιγμή η Ελλάδα και η Γερμανία δεν έχουν τις καλύτερες των σχέσεων;
Θεωρητικά και εάν ο λαός μας λειτουργούσε με περισσότερη λογική και λιγότερο
συναίσθημα, η άποψη που θα έπρεπε να επικρατήσει είναι η εξής: τόσο ο Bach, όσο και ο Μητρόπουλος είναι δύο ιερά τέρατα της
παγκόσμιας Ιστορίας – ο καθένας στο είδος του. Δηλαδή πλέον ανήκουν στην σφαίρα
της παγκόσμιας κληρονομιάς και δεν ανήκουν σε κανέναν, ούτε και πρέπει να
αξιοποιούνται εθνικιστικά. Επίσης, το γεγονός ότι ο Μητρόπουλος, αντί να
συνθέσει κάτι εξ ολοκλήρου δικό του – κάτι που μπορούσε να κάνει εξαιρετικά και
είναι κρίμα που σταμάτησε να συνθέτει – αποφάσισε να επεξεργαστεί ένα ήδη
υπάρχον έργο, δεν μειώνει σε καμία περίπτωση ούτε τον έναν συνθέτη, ούτε τον
άλλον. Στον πολιτισμένο κόσμο, η επεξεργασία και αναδημιουργία ενός έργου
τέχνης από κάποιον άλλον, όσο δεν είναι φτηνή αντιγραφή και παρουσιάζει και
καινούργια στοιχεία, θεωρείται φόρος τιμής σε εκείνον που το σκέφτηκε πρώτος,
αλλά αναδεικνύει και τις συνδυαστικές ικανότητες εκείνου που το επεξεργάστηκε.
Επομένως το συγκεκριμένο κομμάτι στην συγκεκριμένη συναυλία θα πρέπει απλώς να
μας θυμίσει ότι οι άνθρωποι επιτυγχάνουν πολύ περισσότερα μέσα από την σύμπραξη
και πως – ειδικά στην Τέχνη – δεν υπάρχει παρθενογένεση.
Οι συμβολισμοί
γίνονται ακόμα πιο έντονοι όταν αναλογίζομαι το δεύτερο έργο της βραδιάς: την
πολυαγαπημένη 9η Συμφωνία του
Beethoven. Θα σταθώ σε δύο μόνο, γιατί και ο
χώρος είναι περιορισμένος και η υπομονή εξαντλείται εύκολα. Ο πρώτος αφορά την
χρήση του ίδιου του έργου στην ιστορία της ανθρωπότητας από την πρεμιέρα του,
μέχρι σήμερα. Δύο είναι τα σημαντικότερα σημεία που πρέπει να αναφέρω: με την
κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου και την ενοποίηση των δύο Γερμανιών,
επιλέχθηκε η συγκεκριμένη συμφωνία, για να γιορταστεί το γεγονός αυτό. Ένας
Αμερικάνος, ο Leonard Bernstein,
κλήθηκε να διευθύνει την ιστορική αυτή εκτέλεση στο Βερολίνο. Μάλιστα, για την
περίσταση έγινε και μια επέμβαση στο κείμενο της Ωδής του Schiller, όπου η χορωδία αντί να εξυμνεί την
Χαρά, εξυμνούσε την Ελευθερία (Freude – Frieden). Και το δεύτερο σημείο είναι η ίδια η
χρήση της «Ωδής στην Χαρά» ως Ύμνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πολλοί είναι αυτοί
που πιστεύουν ότι αυτή η επιλογή πρέπει να αλλάξει, ειδικά στην περίοδο που
διανύει η Ε.Ε. Όμως εγώ πιστεύω ότι αυτό δεν θα ήταν σωστό, όχι γιατί θα μας
πει τίποτα ο Beethoven, αλλά γιατί θα μπορούσαμε απλώς να
αναλογιστούμε τα λόγια της Ωδής και να προσπαθήσουμε να τα κάνουμε
πραγματικότητα. Με το να αλλάξει ο Ύμνος της Ε.Ε., δεν αλλάζει η Ένωση. Όμως με
την καλύτερη μελέτη του κειμένου που περιέχει ο Ύμνος, μπορεί και να υπάρχει
ελπίδα για το μέλλον…
Ο δεύτερος
συμβολισμός μπορεί να είναι και λίγο παρατραβηγμένος και να θέλει πολλή
φαντασία για να ερμηνευθεί, αλλά ως αιθεροβάμων πλάσμα που είμαι, τέτοιου
είδους σκέψεις μου προκύπτουν αραιά και που. Αυτή λοιπόν η σκέψη συνδέει τον Beethoven με την Κ.Ο.Θ. και την ίδια την
πόλη της Θεσσαλονίκης. Όλοι, λίγο πολύ, ξέρουμε ότι ο συνθέτης έχασε εντελώς
την ακοή του και υπέφερε σοβαρά από αυτήν την κατάσταση, όχι μόνο γιατί η
επικοινωνία του με την κοινωνία έγινε σχεδόν αδύνατη, αλλά και γιατί δεν
μπορούσε να ακούσει πλέον τις ίδιες του τις συνθέσεις όταν εκτελούνταν. Η ένατη
συμφωνία του, που έμελλε να είναι και η τελευταία του, συντέθηκε σε κατάσταση
απόλυτης κώφωσης, γεγονός εκπληκτικό από μόνο του. Μέσα στην απόλυτη σιωπή, ο Beethoven έπλεξε τον ύμνο της αδελφοποίησης
των ανθρώπων, μια τόσο αναγνωρίσιμη μελωδία που είναι πλέον σίγουρα κομμάτι του
γενετικού υλικού του ανθρώπινου γένους. Το ακόμα πιο εκπληκτικό είναι πως, όσες
φορές και να την ακούσουμε, ποτέ δεν χάνει την δύναμή της να συγκινεί τον
ακροατή της. Αυτό από μόνο του κάνει το έργο κάτι παραπάνω από κλασικό – το
μετατρέπει σε έργο θεϊκής έμπνευσης, που ξεπήδησε μέσα από βαθύτατη θλίψη και
πόνο.
Πώς λοιπόν
συνδέονται η Κ.Ο.Θ. και η Θεσσαλονίκη με την περίπτωση Beethoven;
Απλά, εάν ποτέ η πολιτική κατάσταση της χώρας οδηγήσει την Κ.Ο.Θ. σε πτώχευση,
τότε και η Θεσσαλονίκη θα γίνει ένας δεύτερος Beethoven.
Θα έχει την μουσική στο κεφάλι της, αλλά δεν θα μπορεί να την ακούσει. Θα
κουφαθεί και θα χάσει την ανθρωπιά της. Φήμες για τον προϋπολογισμό της
ορχήστρας που εγκρίθηκε για το 2013 από το κράτος λένε ότι τα χρήματα είναι
τόσο λίγα, που μπορεί να χρειαστεί να μειωθούν δραματικά οι συναυλίες της
ορχήστρας ανά έτος. Και ακόμα και αν οι περισσότεροι από τους κατοίκους της
Θεσσαλονίκης μπορεί να μην πηγαίνουν στις συναυλίες της ορχήστρας της πόλης
τους, η έλλειψη έστω και μιας τακτικής συναυλίας της, θα γίνει σίγουρα
αντιληπτή από όλους. Γιατί είναι πράγματι αλήθεια ότι όταν αυτό που έχουμε
μπροστά μας το χάσουμε, τότε πραγματικά εκτιμούμε την αληθινή του αξία. Και η
Κ.Ο.Θ. ανήκει σε αυτή την κατηγορία πραγμάτων συναισθηματικής και – ναι –
εθνικής (αλλά όχι εθνικιστικής) αξίας.
Μια Θεσσαλονίκη
χωρίς την Κρατική της Ορχήστρα θα ήταν σαν μια Θεσσαλονίκη χωρίς τον Θερμαϊκό
κόλπο και το Λευκό Πύργο ή χωρίς την Καμάρα και τα κάστρα της. Θα μετατρεπόταν
αυτομάτως σε μια πόλη με ανδρείκελα, τα οποία απλώς θα διεκπεραίωναν την
καθημερινότητά τους με όποιο τρόπο διέθεταν και δεν θα απολάμβαναν την ζωή
τους. Γιατί η Κ.Ο.Θ. είναι πολύ περισσότερα από ένα ακόμα μουσικό συγκρότημα.
Είναι μια μεγάλη οικογένεια που έχει ανάγκες, για να μεγαλώσει σωστά τα παιδιά
της. Και τα παιδιά αυτά δεν είναι άλλα από το κοινό της, το οποίο εδώ και
πενήντα πέντε χρόνια την ακολουθεί πιστά, την χειροκροτεί και την ενθαρρύνει,
ενώ ταυτόχρονα ανανεώνεται συνεχώς, φέρνοντας σπουδαία έργα της παγκόσμιας
διανόησης λίγο πιο κοντά στους ανθρώπους της πόλης.
Για όλους τους
παραπάνω λόγους και για να μπορέσει η Θεσσαλονίκη να γιορτάσει τα επόμενα 100
της χρόνια πάλι με την Κρατική της Ορχήστρα, ας κατακλύσουμε όλοι μας την
Αίθουσα Τελετών του Α.Π.Θ., για να στηρίξουμε τους μουσικούς της πόλης μας,
αλλά και να αποδείξουμε ότι η Τέχνη έχει πράγματι την ικανότητα να ενώσει τους λαούς μέσα από
την κοινή γλώσσα της Μουσικής. Και μακάρι η Μουσική αυτή να μην σωπάσει ποτέ,
ώστε όλοι μας να απολαμβάνουμε τα χαρίσματά της, τα οποία τόσο απλόχερα μας
δίνει, κάθε φορά που παρακολουθούμε μια συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας
Θεσσαλονίκης και όχι μόνο…
Θεσσαλονίκη, 4 Δεκεμβρίου 2012